προεδρεύσει

προεδρεύσει
προεδρεύω
to be
aor subj act 3rd sg (epic)
προεδρεύω
to be
fut ind mid 2nd sg
προεδρεύω
to be
fut ind act 3rd sg
προεδρεύσει , προεδρεύω
to be
aor subj act 3rd sg (epic)
προεδρεύσει , προεδρεύω
to be
fut ind mid 2nd sg
προεδρεύσει , προεδρεύω
to be
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεδρεύω — ΝΜΑ [πρόεδρος] είμαι πρόεδρος ασκώ τα καθήκοντα προέδρου, (α. «λόγω απουσίας τού προέδρου στη συνέλευση θα προεδρεύσει ο αντιπρόεδρος» β. «οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κατέχω την πρωτοκαθεδρία 2. μέσ. προεδρεύομαι έχω ως… …   Dictionary of Greek

  • Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”